- μετεωροσκοπία
- η [μετεωροσκόπος]η επιστήμη που εξετάζει τα μετέωρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεωροσκοπία — η η επιστήμη που ασχολείται με τα μετέωρα, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ASTROLABIA — recentioribus dicta sunt, μετεωροσκὀπια Veterum; quae non solum de die valent, ut σκιόθηρα, sed et die ac nocte ad intervalla, magnitudines ac loca singularum stellarum signanda, sunt excogirata. Μετέωρα enim stellas quoque vocârunt Vereres, et… … Hofmann J. Lexicon universale
μετεωροσκοπικός — ή, ό (Α μετεωροσκοπικός, ή, όν [μετεωροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετεωροσκόπο ή στο μετεωροσκόπιο («μετεωροσκοπικές παρατηρήσεις») αρχ. φρ. α) «μετεωροσκοπική τέχνη» η μετεωροσκοπία β) «μετεωροσκοπικὸν ὄργανον» το μετεωροσκόπιο.… … Dictionary of Greek